- χοιροφαγία
- ἡ, Αη συνεχής βρώση χοιρινού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + -φαγία (< -φάγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek